- αποτελειωτικός
- η , ό[ν]1) завершающий, заканчивающий; 2) приканчивающий; смертельный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποτελειωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αποτελειώνει, που φέρνει πλήρη καταστροφή ή τελειωτικό θάνατο: Αν γίνει νέος πόλεμος, αυτός θα ναι ο αποτελειωτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)